ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΩΙΜΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΔΑΦ
Ο όρος ΔΑΔ χρησιμοποιήθηκε
για πρώτη φορά τη δεκαετία του ΄80 και χρησιμοποιείται
προκειμένου να περιγράψει
ένα σύνολο
διαταραχών με προβλήματα στην κοινωνική αλληλεπίδραση, στους τομείς της λεκτικής και μη-λεκτικής
επικοινωνίας,
της συμπεριφοράς και των γνωστικών
ικανοτήτων. Μεταξύ
των επιστημόνων εντοπίζονται διαφωνίες
σχετικά με την αποσαφήνιση των κριτηρίων διάκρισης
επιμέρους
ομάδων ατόμων
με αυτιστικά
χαρακτηριστικά, αναλόγως
της ποιότητας, έκτασης,
έντασης των συμπτωμάτων
τους, αλλά και των κριτηρίων που διαφοροποιούν τις ομάδες
αυτές από ομάδες
με άλλες διαταραχές.
Η διάγνωση
και αξιολόγηση στις ΔΑΔ είναι δύσκολη
και προϋποθέτει τη συνεργασία πολλών ειδικών ( ψυχολόγων,
παιδοψυχιάτρων, παιδιάτρων, εργοθεραπευτών, φυσιοθεραπευτών).
Πρέπει να αποκλείονται άλλες καταστάσεις που εμφανίζουν παρόμοια
χαρακτηριστικά και να εντοπίζονται τα ιδιαίτερα σημεία
των περιπτώσεων ΔΑΔ. Επίσης τα χαρακτηριστικά αφορούν
διάφορους τομείς
π.χ. γλώσσα,
επικοινωνία,
κοινωνικότητα, κινητικότητα, γλωσσικές
δεξιότητες και η αντιμετώπιση είναι πολύμορφη και πολυεπίπεδη.
Έχουν αναπτυχθεί πολυάριθμα
σταθμισμένα τεστ, λίστες ελέγχου,
κλίμακες αξιολόγησης, δομημένες
ή ημι-δομημένες συνεντεύξεις, τεχνικές
συστηματικής παρατήρησης
για ψυχοκινητική και νοητική εξέλιξη,
γλώσσα, κοινωνική
προσαρμογή, οπτικό-κινητικό
έλεγχο και αισθήσεις προκειμένου
να διαγνωστούν έγκαιρα,
να εντοπιστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και προβλήματα των παιδιών
με ΔΑΔ.
Οι ΔΑΦ αποτελούν
ένα σύνολο
διαταραχών που δεν είναι εύκολο να περιγραφεί με ακρίβεια εξαιτίας
των ποικίλων
ατομικών διαταραχών
και διαβαθμίσεων στη σοβαρότητα εκδήλωσης
των συμπτωμάτων και είναι δυνατόν
να εντοπιστούν από την ηλικία των 3
ετών και σε ορισμένες
περιπτώσεις
από την ηλικία
και των
18 μηνών.
Η διάγνωση-
αξιολόγηση, για να είναι πλήρης, γίνεται
σε τρία διαδοχικά στάδια:
1. Λήψη εκτενούς
ιατρικού, αναπτυξιακού, κοινωνικού
ιστορικού
2. Άμεση συστηματική παρατήρηση
του παιδιού
και αξιολόγηση
κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και άλλων δραστηριοτήτων
3. Εξέταση με σταθμισμένες κλίμακες,
δοκιμασίες, εργαλεία
αξιολόγησης
Η γνώση της ιδιαίτερης
φύσης τους, η κλινική
εμπειρία και η χρήση εξειδικευμένων διαγνωστικών δοκιμασιών,
που απαιτούν ειδική
εκπαίδευση,
διασφαλίζουν την εγκυρότητα της διάγνωσης. Η έγκυρη διάγνωση,
αξιολόγηση βασίζεται
στο αναπτυξιακό ιστορικό,
στην καλή παρατήρηση και αξιολόγηση, του παιδιού, καθώς και του πλαισίου διαβίωσης.
Με τη διάγνωση έχουμε
μία πρώτη περιγραφή του συνδρόμου όμως για πληρέστερη
αξιολόγηση του ατόμου σε επίπεδο αντιληπτικό, γνωστικό,
μνήμης, αισθητηριακό, ιδιαίτερων
ικανοτήτων και συναισθηματικό απαιτείται περαιτέρω
διερεύνηση.
ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΠΡΩΙΜΗΣ
ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ
vθεί
με την πρώιμη παρέμβαση.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: αν και οι ΔΑΦ δε θεραπεύονται,
εντούτοις υπάρχουν θεραπευτικές παρεμβάσεις
που βοηθούν
τα άτομα να αποκτούν κοινωνικο-επικοινωνιακές δεξιότητες
και να βελτιώνεται η ποιότητα της ζωής τους. Στόχος τους επίσης είναι η κατάκτηση της επικοινωνίας
και ο έλεγχος της ακατάλληλης συμπεριφοράς. Με τη συμβουλευτική των γονέων κατανοείται η φύση του προβλήματος και παρέχεται συναισθηματική υποστήριξη στις δυσκολίες της καθημερινής συμβίωσης. Όσο πιο γρήγορα
γονείς και γιατροί αντιληφθούν ότι ένα παιδί κινδυνεύει από ΔΑΦ τόσο πιο καλή και επιτυχής
είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος και η μείωση
της εδραίωσης
ανεπιθύμητων-
προβληματικών συμπεριφορών και οι δυνατότητες βελτίωσης,
μέσω της κατάλληλης θεραπευτικής παρέμβασης,
καθώς στην ηλικία των
1-3 χρόνων λόγω της πλαστικότητας του εγκεφάλου επιτρέπεται η βέλτιστη
αφομοίωση ερεθισμάτων.
ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΠΡΩΙΜΗΣ
ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ
Α) Παρόλο που έχουν αναπτυχθεί διάφορες
κλίμακες, προκειμένου
να αξιολογηθεί το ευρύ φάσμα των διαταραχών
που περιλαμβάνονται στις ΔΑΦ π.χ. σύνδρομο Asperger οι πιο αξιόπιστες κλίμακες εξακολουθούν να είναι αυτές που επικεντρώνονται σχεδόν
αποκλειστικά
στον αυτισμό.
Β) Ο αριθμός των μελετών σε ενήλικες με ΔΑΦ είναι περιορισμένος. Δε γνωρίζουμε, αν η πορεία τους παραμένει
σταθερή στην ενήλικη ζωή, ενώ λόγω έλλειψης διαγνωστικών εργαλείων
δεν είναι πολλές φορές δυνατό να εντοπιστούν
έφηβοι ή ενήλικες με ΔΑΦ.
Γ) Οι ερευνητές προσπαθούν να εντοπίσουν το γονίδιο
που δημιουργεί
ΔΑΦ. Όμως οι προσπάθειες ανίχνευσης
γενετικών αιτίων
δε συνυπολογίζουν τις επιδράσεις
του περιβάλλοντος και τη συνολική
πολυπλοκότητα
του γονιδιώματος. Κάθε άτομο λοιπόν μπορεί να εκδηλώνει
σε διαφορετικό βαθμό τη διαταραχή,
ενώ τα συμπτώματα
μπορεί να μεταβάλλονται με το πέρασμα
του χρόνου,
ακόμη και στο ίδιο άτομο.
Δ) Η σωστή και η έγκαιρη
διάγνωση απαιτεί καλό θεωρητικό- επιστημονικό υπόβαθρο, εξειδίκευση, κλινική
εμπειρία. Ενδέχεται, εφόσον δεν υπάρχουν καλά καταρτισμένοι ειδικοί
στις ΔΑΦ να υπάρξουν διαφορετικές απόψεις μεταξύ ειδικών,
κάτι το οποίο μπορεί να αποβεί μοιραίο
και στα παιδιά και στους γονείς.
Αν δεν εντοπιστεί η σωστή διαταραχή δε θα υπάρξει η ενδεδειγμένη θεραπευτική-συμβουλευτική-εκπαιδευτική προσέγγιση, άρα δε θα προληφθεί η εδραίωση ανεπιθύμητων συμπεριφορών και οι γονείς
από την άλλη δε θα βρουν την κατάλληλη υποστηρικτική παρέμβαση
και συνεπώς θα επιδεινωθεί
το ενδοοικογενειακό άγχος και το επικοινωνιακό κενό.
Ε) Τα κριτήρια που αξιολογούν συμπεριφορές επηρεάζονται από την κοινωνική κουλτούρα
με αποτέλεσμα να μην είναι αντικειμενικά. Η διαδικασία της διάγνωσης και της αξιολόγησης δε θα πρέπει να στιγματίζει περισσότερο
το μαθητή,
αν και καμία αξιολόγηση
δεν είναι απαλλαγμένη
από τις επικρατούσες πολιτιστικές, πολιτισμικές ιδεολογίες.
Ο εξεταστής δε θα πρέπει να προβάλλει
προσωπικές πεποιθήσεις,
προκαταλήψεις, συμπάθειες, αντιπάθειες στη διαρκή αξιολόγηση.
Όπως και να έχει τα αξιολογικά κριτήρια
δεν οδηγούν
αυτόματα σε θεραπευτική
προσέγγιση. Αποτελούν όμως την αφετηρία
για την εξατομικευμένη προσέγγιση
που λαμβάνει
υπόψη τις ικανότητες
του κάθε παιδιού και στοχεύει στην αντιμετώπιση των ιδιαίτερων
αδυναμιών του………..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου