Για πρώτη φορά τη
δεκαετία του ΄80 άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος ΔΑΦ, ο οποίος
περιλαμβάνει ένα σύνολο διαταραχών με
προβλήματα στην κοινωνική αλληλεπίδραση,
τη δημιουργική δραστηριότητα, τις δεξιότητες λεκτικής και μη λεκτικής
επικοινωνίας και στερεοτυπίες. Οι ανωμαλίες που εντοπίζονται στα άτομα με ΔΑΦ
γίνονται εμφανείς πριν την ηλικία των τριών ετών, όπως προείπαμε και
συγκεκριμένα παρουσιάζονται οι εξής συμπεριφορές: έλλειψη αμοιβαίας κοινωνικής
συναλλαγής, ανεπαρκής εκτίμηση των κοινωνικο- συναισθηματικών ερεθισμάτων και
αμοιβαιότητας. Παράλληλα υπάρχουν ελλείμματα και στην επικοινωνία, όπως
αδυναμία κοινωνικής χρήσης των γλωσσικών ικανοτήτων, μειωμένη ικανότητα για
συμβολικό παιχνίδι, έλλειψη δημιουργικότητας και φαντασίας, κινήσεων προς
αποσαφήνιση του προφορικού λόγου. Επιπρόσθετα εντοπίζονται επαναλαμβανόμενα και
στερεότυπα πρότυπα συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων, προσήλωση σε
ασυνήθιστα αντικείμενα, αντίσταση σε μεταβολές, φοβίες, διαταραχές ύπνου και
διατροφής, εκρήξεις θυμού, επιθετικότητα, αυτοτραυματισμοί.
Η ΜΠ που αναφέρεται στο περιστατικό που
καλούμαστε να μελετήσουμε μέσω της παρούσας εργασίας παρουσιάζει κάποια από τα
παραπάνω συμπτώματα. Ειδικότερα πρέπει
να εστιάσουμε στην καθυστέρηση στην ανάπτυξη της γλώσσας, στην έλλειψη
ανταπόκρισης σε ερεθίσματα, λεκτικές ή μη λεκτικές εκδηλώσεις και συμπεριφορές,
στη μη ανταπόκριση, στο ανεπαρκή συγχρονισμό και έλλειψη αμοιβαιότητας όταν της
μιλούν και κατ΄επέκταση στη συναλλαγή μέσω διαλόγου. Ιδιαίτερα ανησυχητικά όμως
είναι και τα συμπτώματα ηχολαλίας, της παράδοξης χρήσης της γλώσσας, της
ακατανόητης γλώσσας, της διάσπασης προσοχής, παρορμητικότητας, αντιδραστικής
συμπεριφοράς, της τάσης επιβολής της στα άλλα παιδιά, η απομόνωση της, η
σύντομη αλληλεπίδραση που έχει με τους γύρω της, αλλά και τα προβλήματα
διατροφής και ύπνου.
Οπωσδήποτε η διάγνωση μιας τέτοιας διαταραχής
απαιτείται να υλοποιηθεί από εξειδικευμένους επιστήμονες που διαθέτουν τόσο
θεωρητικό υπόβαθρο όσο και εμπειρία. Δεν είναι εύκολη και δε πραγματοποιείται
μέσω αιματολογικών εξετάσεων. Απώτερος
σκοπός της είναι να γίνει μια σφαιρική και ολοκληρωμένη καταγραφή των
δυνατοτήτων και των δυσκολιών του παιδιού και αφετέρου να εξασφαλιστεί ο
σχεδιασμός του εξατομικευμένου εκπ/κού και θεραπευτικού προγράμματος που να ανταποκρίνεται
στις ανάγκες του παιδιού και της
οικογένειας του. Η έγκαιρη διάγνωση και συνακόλουθα η πρώιμη παρέμβαση βοηθά
στην καλύτερη εξέλιξη του παιδιού, συντελεί θετικά στην πρόοδο του, εμποδίζει
την εδραίωση ανεπιθύμητων συμπεριφορών, δίνει τη δυνατότητα στους γονείς να
συνειδητοποιήσουν νωρίς το πρόβλημα και να αναζητήσουν θεραπευτικές, εκπ/κές
παρεμβάσεις, καθοδήγηση και συμβουλευτική υποστήριξη, κάτι που συμβάλλει στη
μείωση του ενδοοικογενειακού άγχους.
Η σωστή διάγνωση,
για να είναι πλήρης πρέπει να γίνει σε
τρία διαδοχικά στάδια:
1.
Λήψη εκτενούς ιατρικού, αναπτυξιακού,
κοινωνικού ιστορικού, μέσω της οποίας διερευνώνται η πορεία του παιδιού στα
διάφορα στάδια ανάπτυξης, το οικογενειακό περιβάλλον, η οικογενειακή κατάσταση.
2.
Άμεση συστηματική, προσεκτική παρατήρηση
του παιδιού και αξιολόγηση κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού και άλλων
δραστηριοτήτων. Η παρατήρηση αυτή, εάν είναι εφικτό γίνεται σε οικείους χώρους
και μη οικείους, καθώς και με γνωστά και μη πρόσωπα. Έτσι διαμορφώνεται μια πιο
σφαιρική αντίληψη των δυνατοτήτων και των αναγκών και επιλέγονται οι κατάλληλες
κλίμακες αξιολόγησης που ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες και το επίπεδο του
παιδιού.
3.
Εξέταση με σταθμισμένες κλίμακες,
δοκιμασίες, « εργαλεία αξιολόγησης».
Ένα έγκυρο διαγνωστικό εργαλείο είναι το «
αναπτυξιακό ψυχοεκπαιδευτικό προφίλ», που εξετάζει τις ικανότητες του παιδιού
σε 10 σφαίρες: κοινωνικότητα, αντίληψη, μίμηση, γλωσσική έκφραση, γλωσσική
πρόσληψη, γνωστική σφαίρα, αυτοεξυπηρέτηση, συντονισμός ματιού- χεριού, λεπτή
και πλατιά κίνηση. Εξετάζονται οι σημαντικότερες δεξιότητες που θα έπρεπε να
έχουν αναπτυχθεί σε μια συγκεκριμένη ηλικία. Βοηθά στη θεραπευτική παρέμβαση,
ξεκινώντας από τις σοβαρότερες δυσκολίες. Σημαντικό διαγνωστικό κριτήριο
αποτελεί το DSM-IV που εντοπίζει τις διαταραχές σε
τρεις περιοχές: κοινωνική αλληλεπίδραση, επικοινωνία, στερεότυπα πρότυπα
συμπεριφοράς ή ειδικών ενδιαφερόντων.
Έγκυρο διαγνωστικό εργαλείο για πρόβλεψη
πιθανής εμφάνισης διαταραχής αυτιστικού φάσματος είναι το Checklist for Autism in Toddlers που αξιολογεί τη βλεμματική παρακολούθηση
ενηλίκου, το συμβολικό παιχνίδι και το
προδηλωτικό δείξιμο. Ένα καλό προ-διαγνωστικό εργαλείο είναι και το ASQ, το οποίο χρησιμοποιεί τις
αναφορές των γονιών για παιδιά ως την ηλικία των τριών ετών, αλλά το Childhood Autism Rating Scale, είναι μία δομημένη συνέντευξη και
παρατήρηση 15 τομέων ανάπτυξης με επταβάθμια κλίμακα για κάθε τομέα. Το Parent Interview for Autism , είναι μία δομημένη συνέντευξη με
118 ερωτήσεις σε θέματα κοινωνικής, αισθητηριακής συμπεριφοράς, επικοινωνιακών
λειτουργιών, επαναλαμβανόμενων δραστηριοτήτων, όπου συγκεντρώνει πληροφορίες
από γονείς.
Το ADOS μέσω δομημένων δραστηριοτήτων αξιολογεί την
κατασκευαστική, αλληλεπιδραστική δοκιμασία, τη μίμηση, την ικανότητα συνομιλίας
και το φανταστικό παιχνίδι. Υπάρχει επίσης και ο « κατάλογος συμπεριφορών για
αυτισμό σε νήπια». Συμπληρώνεται από γονείς ή παιδιάτρους και αφορά τις
συμπεριφορές παιδιών στους τομείς του φανταστικού παιχνιδιού, της προδηλωτικής
δείξης, της παρακολούθησης βλέμματος με
περιορισμένη όμως εγκυρότητα, αλλά και η
« δομημένη διαγνωστική παρατήρηση του αυτισμού» που αξιολογεί την κοινωνική και
επικοινωνιακή λειτουργικότητα του παιδιού, περιλαμβάνοντας κατασκευαστικές,
αλληλεπιδραστικές δοκιμασίες, μίμηση, ικανότητα εξιστόρησης, συνομιλίας και
φανταστικό παιχνίδι. Τέλος αξίζει να αναφερθεί και το « ανιχνευτικό εργαλείο
για τον αυτισμό σε νήπια» που εστιάζει
στο παιχνίδι, στη μίμηση, την προσέλκυση της προσοχής, της επικοινωνιακές
συμπεριφορές.
ΤΕΛΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ
Αφού λοιπόν εξεταστεί
λεπτομερώς με βάση τα παραπάνω, θα ακολουθήσει η « τελική πρόταση διάγνωσης»,
θεωρώ, λαμβάνοντας υπόψη τα συμπτώματα που περιλαμβάνονται στο αναπτυξιακό,
ιστορικό ιατρικό της και στα αίτια παραπομπής της πως η ΜΠ « πάσχει» από
το επονομαζόμενο σύνδρομο των ΔΑΦ. Με βάση λοιπόν το DSM-IV έχει αρκετά από τα χαρακτηριστικά
διαγνωστικά κριτήρια που οδηγούν στον « αυτισμό». Εξετάζονται και
κατηγοριοποιούνται τα κριτήρια διάγνωσης στους τομείς της κοινωνικής
αλληλεπίδρασης, της επικοινωνίας, της γνωστικής λειτουργικότητας και της
συμπεριφοράς.
Α) Στον τομέα της
κοινωνικής αλληλεπίδρασης/ συναλλαγής, εντοπίζονται τα εξής ανησυχητικά σημεία:
μπορεί μεν να ακολουθεί εύκολα κάποιον ξένο π.χ. στο πάρκο όμως γρήγορα σε μια
αλληλεπίδραση με άλλους απομακρύνεται. Πέφτει πάνω στα άλλα παιδιά,
προσπαθεί να επιβληθεί στους άλλους,
τραβώντας τους από το χέρι. Αποτυγχάνει λοιπόν να αναπτύξει αναλόγως του
αναπτυξιακού της επιπέδου σχέσεις με συνομήλικους . Δεν υπάρχει κοινωνική ή
συγκινησιακή αμοιβαιότητα και κατ΄επέκταση κοινωνική αλληλεπίδραση και φιλίες.
Β) Στον τομέα των
επικοινωνιακών ικανοτήτων, παρουσιάζει καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ομιλίας
και της γλώσσας, χρησιμοποιεί τη γλώσσα με παράδοξο τρόπο, υπάρχει σύγχυση στα
λεγόμενα της, με αποτέλεσμα η οικογένεια της να δυσκολεύεται να την κατανοήσει.
Επίσης απαντά ακατανόητα σε μια αλληλεπίδραση που ενδεχομένως έχει με άλλα
παιδιά και επιπρόσθετα ο λόγος της παρουσιάζει και ηχολαλία.
Γ) Στον τομέα της
γνωστικής λειτουργικότητας, παρουσιάζει μικρό εύρος προσοχής, δεν
ανταποκρίνεται, όταν της μιλούν, έχει διάσπαση προσοχής και δεν εστιάζει εύκολα
σε ένα ερέθισμα ή μια δραστηριότητα.
Δ) Στον τομέα της συμπεριφοράς, είναι παρορμητική με
αντιδραστική συμπεριφορά, πέφτει πάνω στα
άλλα παιδιά και έχει την τάση να τους επιβληθεί, ενώ δυσκολεύεται
στον ύπνο και είναι επιλεκτική στις
διατροφικές της συνήθειες.
Πρέπει όμως
να είμαστε πολύ προσεκτικοί στη διάγνωση, καθώς εντοπίζεται
συννοσηρότητα στις ΔΑΦ με άλλες αναπτυξιακές διαταραχές, όπως η ΔΕΠ-Υ, η νοητική
αναπηρία, τα προβλήματα διατροφής και ύπνου, οι φοβίες , οι αγχώδεις
διαταραχές. Για παράδειγμα κάποια από τα συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ και των ΔΑΦ είναι
ίδια: π.χ. ελλειμματική προσοχή, ελλείμματα στις κοινωνικές δεξιότητες,
προβλήματα στη συμπεριφορά, τη γλωσσική ανάπτυξη, δυσκολία σύναψης φιλικών
σχέσεων, προβλήματα ύπνου. Ομολογώ πως αυτό με προβλημάτισε, κυρίως στο ότι δεν
παρουσιάζονται στερεοτυπίες στη ΜΠ όμως θεωρώ πως « νοσεί» από ΔΑΦ και ότι τα
παραπάνω απλά είναι απόρροια τους και όχι πραγματική συννοσηρότητα.
Η πρώιμη διάγνωση όμως των ΔΑΦ βοηθά στην
επιτυχία της εφαρμογής εντατικών προγραμμάτων πρώιμης παρέμβασης, καθώς έτσι
διαμορφώνονται εξειδικευμένα προγράμματα για την αντιμετώπιση των ιδιαίτερων
αναγκών κάθε ατόμου. Οι ΔΑΦ θεραπεύονται και τα άτομα μέσω των κατάλληλων
θεραπευτικών παρεμβάσεων μπορούν να αποκτήσουν κοινωνικο-επικοινωνιακές
δεξιότητες και να βελτιώνεται η ποιότητα της ζωής τους, αρκεί να επιλέγεται
κάθε φορά η καταλληλότερη προσέγγιση και τεχνική με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
του παιδιού, το επίπεδο των ικανοτήτων του, το πόσο διαταρακτική είναι η
συμπεριφορά, το βαθμό εμφάνισης των διαταραχών, το κατά πόσο ταιριάζει με το
προσωπικό στυλ, τις ιδέες, τη φιλοσοφία των γονέων και των θεραπευτών
εκπαιδευτών.
Πρέπει να υπάρξει
διεπιστημονική προσέγγιση και συνεργασία διαφόρων ειδικοτήτων π.χ.
εργοθεραπευτών, λογοθεραπευτών, ειδικών παιδαγωγών, παιδοψυχολόγων και κάθε
προσπάθεια πρέπει να βασίζεται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη οικογένειας, γονέων,
επαγγελματιών, της εμπιστοσύνης και ασφάλειας που νιώθει το παιδί. Πρέπει να
παρατηρείται το παιδί συνεχώς προσεκτικά, να ανακαλύπτεται τι προκαλεί τον
τρόπο αντίδρασης του. Χρειάζεται ένα ζεστό, συναισθηματικό, υποστηρικτικό
περιβάλλον που να το υποβοηθά να αναλάβει πρωτοβουλίες. Όχι βομβαρδισμοί με
ήχους, χρώματα, οσμές, απτικά ερεθίσματα. Όχι παραφορτωμένοι χώροι. Πρέπει να
ξεκινήσουμε με δραστηριότητες και πράγματα που
το ενδιαφέρουν και το ευχαριστούν, εξασφαλίζοντας την « αποδοχή της
συμμετοχής». Χρησιμοποιώντας το φυσικό περιβάλλον και τα πράγματα, τους
ανθρώπους, προκαλούμε άμεση επικοινωνιακή πρόθεση. Η κοινωνική αλληλεπίδραση,
ξεκινά, όταν το παιδί συμμετέχει, γιατί το θέλει, έχει κίνητρο να το κάνει και
όχι γιατί του επιβάλλεται. Κατόπιν σχεδιάζεται το οργανωμένο, δομημένο εκπ/κό
πρόγραμμα του παιδιού με τις κατάλληλες θεραπευτικές παρεμβάσεις, εστιάζοντας
στην προκειμένη περίπτωση στη βελτίωση
της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, της
γνωστικής λειτουργικότητας, των επικοινωνιακών ικανοτήτων και της συμπεριφοράς.
Κατ΄αρχάς όπως προείπαμε
εντοπίζονται προβλήματα στη ΜΠ στον τομέα των επικοινωνιακών δεξιοτήτων. Ένα
καλό θεραπευτικό πρόγραμμα λογοθεραπείας ( 1-2 ώρες εβδομαδιαίως) θα
αντιμετώπιζε τις σημασιολογικές και πραγματολογικές δυσκολίες, την παράξενη
μελωδία της φωνής, την ηχολαλία, τα προβλήματα στην εύρεση της σωστής λέξης και
συνακόλουθα στη σύγχυση στα λόγια της, την καθυστέρηση στην ανάπτυξη της
γλώσσας και της ομιλίας. Όπως επισημαίνεται η ΜΠ βέβαια έχει ήδη ξεκινήσει
τέτοιο πρόγραμμα με εμφανή τα σημάδια
βελτίωσης στο λόγο της.
Στον τομέα της
συμπεριφοράς προτείνεται η μέθοδος της « Πρώιμης εντατικής παρέμβασης στη
Συμπεριφορά», η οποία στοχεύει στη
βελτίωση ποικίλων τομέων λειτουργικότητας σε νήπια. Η μέθοδος αυτή
απαιτεί εξειδικευμένη προσέγγιση σε συγκεκριμένα έργα, διαμόρφωση της σχέσης
του παιδιού με το συγκεκριμένο θεραπευτή στην αρχή της θεραπείας, εφαρμογή της
θεραπείας στο σχολείο ή στο σπίτι. Το αν πετύχει ή όχι εξαρτάται από το πρόσωπο
που την εφαρμόζει π.χ. γονέας, εκπαιδευτικός,
παιδοψυχολόγος, τη συχνότητα και τη διάρκεια της, τον προγραμματισμό και τα
πλαίσια, όπου εφαρμόζεται, όπως: εντοπισμός και αντιμετώπιση των συμπτωμάτων
του αυτισμού( ελλείμματα στην επικοινωνία, παιχνίδι), μικρή αναλογία μαθητών-
εκπαιδευτικών, συμμετοχή της οικογένειας, παρακολούθηση της προόδου.
Λαμβάνει υπόψη της
ιδιαίτερες ανάγκες του παιδιού και οι γονείς διαδραματίζουν ιδιαίτερο ρόλο και
βοηθούν στο πρόγραμμα με τους εξής τρόπους:
1.
Οργανώνουν δραστηριότητες που αρέσουν
στο παιδί
2.
Δίνουν ευκαιρίες να επικοινωνήσεις μαζί
τους και δημιουργούν καταστάσεις, ώστε το παιδί να ζητήσει ή να δείξει αυτά που
θέλει
3.
Δεν το επιβαρύνουν με ερεθίσματα που το
δυσκολεύουν, απλοποιούν το λόγο τους, του δείχνουν, ενώ μιλούν απλά
4.
Δεν επαναλαμβάνουν αμέσως μία εντολή,
αλλά δίνουν χρόνο, για να επεξεργαστεί το λόγο
5.
Δίνουν ξεκάθαρες οδηγίες
Η μέθοδος αυτή θεωρείται ότι περιορίζει τη
σοβαρότητα των συμπτωμάτων και βελτιώνει το νοητικό δυναμικό και την
προσαρμοστικότητα.
Τέλος προτείνεται η μουσικοθεραπεία ( 2 ώρες εβδομαδιαίως),
η οποία θα έχει θετικά αποτελέσματα στους τομείς της επικοινωνιακής ικανότητας,
της γνωστικής λειτουργικότητας, αλλά και
της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, βελτιώνοντας τη φυσική και νοητική υγεία, τη
γνωστική λειτουργικότητα, τις κινητικές δεξιότητες, τη συναισθηματική ανάπτυξη,
τις κοινωνικές δεξιότητες, αξιοποιώντας εμπειρίες, τον αυτοσχεδιασμό, το
τραγούδι, την ακρόαση, τη ρυθμική κίνηση. Βελτιώνεται η συναισθηματική και
επικοινωνιακή λειτουργικότητα, μέσω της βελτίωσης των κινήτρων για
διυποκειμενική επικοινωνία.
Η μουσική ωθεί το παιδί, καθώς παράγεται
αυθόρμητα και δημιουργικά μέσω του
αυτοσχεδιασμού να συμμετάσχει σε μια
αλληλεπίδραση, προάγοντας και την ανάπτυξη της επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης
και του παιχνιδιού, αλλά και της ικανότητας μοιράσματος και εναλλαγής σειράς στο
παιχνίδι. Η ενεργητική παραγωγή μουσικής
από την άλλη προάγει το ενδιαφέρον και την κινητοποίηση, που οδηγεί σε
αλληλοσυντονισμό της προσοχής και στην ανοχή στη διαπροσωπική επικοινωνία.
Εκφράζονται αυθόρμητα τα συναισθήματα
και στοιχεία της προσωπικότητας. Αντιμετωπίζονται μέσω της μουσικής
προβλήματα στην κίνηση, την αίσθηση, την έκφραση συναισθημάτων. Μέσω του
αυτοσχεδιασμού και της άμεσης απάντησης στη « μουσική φράση» που παράγει το
παιδί, προάγεται η εγγύτητα, η επικοινωνία, η εμπιστοσύνη. Μέσω της τεχνικής
του καθρεπτισμού και επαύξησης ή τροποποίησης της έκφρασης με την
ευαισθητοποίηση ενός έμπειρου μουσικού στις εκφράσεις του παιδιού,
διευκολύνεται το συνεργατικό παιχνίδι, η επικοινωνία και βελτιώνονται οι
γνωστικές ικανότητες……………………………
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου