ΤΕΛΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΜΑΘΗΜΑ:
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΜΑΘΗΣΗΣ ΣΤΗ ΣΧΟΛΙΚΗ ΤΑΞΗ
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ:ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ του ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Τα δεδομένα της ελληνικής σχολικής
πραγματικότητας έχουν αλλάξει. Η παλιά « δασκαλοκεντρική » μέθοδος με τον αυταρχικό δάσκαλο στο
επίκεντρο ως μοναδικό φορέα γνώσης να επιβάλλει στο παιδί τις δικές του
επιλογές, το οποίο έτσι ποδηγετείται και αποτελεί παθητικό δέκτη του
περιεχομένου της αγωγής δεν έχει θέση στη σύγχρονη παιδαγωγική. Πλέον βασική
αρχή της μάθησης είναι η ελεύθερη και ενεργητική συμμετοχή του παιδιού κατά τη
διαδικασία της αγωγής. Σκοπός του σύγχρονου σχολείου είναι « να μάθει το μαθητή
πώς να μαθαίνει», ώστε να οδηγηθεί μόνος του στη γνώση, έχοντας πάρει από το
διδάσκοντα μόνο τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές. Το βασικό ζητούμενο είναι η
αύξηση του για τα μαθήματα, η
ενεργοποίηση της σκέψης, της δημιουργικότητας, της πρωτοβουλίας, η άμεση και η
ενεργός εμπλοκή των μαθητών κατά τη διαδικασία της μάθησης, η ανάπτυξη του στοχασμού,
της κριτικής και αυτοκριτικής σκέψης, αλλά και
της προσωπικής ευθύνης γύρω από τις ανθρώπινες επιλογές και πράξεις, η
προαγωγή της συλλογικότητας και της
συνεργασίας.
Με βάση λοιπόν τα παραπάνω θεωρώ πως για μία αποτελεσματική μάθηση απαιτείται να
υπάρχουν τα παρακάτω:"διαβάστε περισσότερα"
Κατ΄αρχάς ένα θετικό
ψυχολογικό κλίμα στο σχολικό περιβάλλον. Η ένταξη ενός ατόμου στην ομάδα προϋποθέτει την
επικοινωνία με τα άλλα άτομα. Στη σχολική πρακτική, για να είναι αποτελεσματική
η επικοινωνία, πρέπει ο διδάσκων να μεταδίδει τη γνώση με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνεται κατανοητός από τους μαθητές του. Για
την επιτυχέστερη μεταβίβαση ενός μηνύματος , προαπαιτείται θερμό ψυχολογικό
κλίμα, δηλαδή η ύπαρξη κινήτρων και ενδιαφέροντος για ψυχική επαφή μεταξύ
πομπού και δέκτη. Το σύγχρονο σχολείο,
ως ανοιχτό σύστημα επικοινωνίας, αποτελείται από ανθρώπους ( διευθυντές,
διδάσκοντες, μαθητές, γονείς ) που βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ
τους και έχουν ίδιους ή διαφορετικούς στόχους, προσδοκίες και ρόλους να
επιτελέσουν. Το σχολικό λοιπόν κλίμα αναφέρεται στο σύνολο των δυναμικών
αλληλεπιδράσεων και σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ δασκάλων-μαθητών, μεταξύ
των δασκάλων, μεταξύ δασκάλων-διευθυντή, επηρεάζοντας έτσι : 1) την ψυχική
διάθεση κυρίως των εκπαιδευτικών για την
εκτέλεση του διδακτικού τους έργου, 2) τα συναισθήματα και τις στάσεις
τους ως προς τον τρόπο διδασκαλίας τους, 3) την παραγωγικότητα για το
εκπαιδευτικό τους έργο, 4) την αποτελεσματική επίτευξη των μαθησιακών στόχων.
Παράλληλα φαίνεται ότι το ψυχολογικό
θετικό κλίμα της σχολικής τάξης όσο και του ευρύτερου σχολικού περιβάλλοντος συμβάλλει στη βελτίωση
της ακαδημαϊκής επίδοσης και αυτοεκτίμησης των μαθητών, οι οποίες καθορίζουν
την κινητοποίηση τους και το βαθμό συμμετοχής τους στο μάθημα. Η αποδοτική και
παραγωγική λειτουργία του σχολείου διευκολύνεται από παράγοντες όπως ξεκάθαροι στόχοι, κάθετη
και οριζόντια επικοινωνία, συνεκτικότητα και συνεργατικότητα μεταξύ των
παραγόντων- συντελεστών του σχολείου, ικανοποίηση, δημοκρατικότητα ή
ανταγωνισμός, ικανότητα προσαρμογής και κατανόησης του σχολικού έργου, που
παραπέμπουν στο ψυχολογικό κλίμα, διαμορφώνοντας έτσι αποτελεσματικά σχολεία.
Σε αυτά η διεύθυνση ασκεί ηγετικό ρόλο και συνεργάζεται με όλα τα μέλη του
διδακτικού προσωπικού, η διδασκαλία είναι μαθητοκεντρική, υποστηρίζοντας ότι
όλοι οι μαθητές έχουν δυνατότητες μάθησης, επιδιώκεται η συμμετοχή των γονέων
στις σχολικές δραστηριότητες, ενώ το εκπαιδευτικό έργο διεξάγεται σε ένα πνεύμα
ανοιχτής επικοινωνίας όλων των εμπλεκομένων. Αρχικά η επικοινωνία στο σχολείο
περιστρέφεται γύρω από θέματα διδασκαλίας ( π.χ. στόχοι, αξιολόγηση ),
κοινωνικοποίησης (σύναψης σχέσεων, αποδοχής ), εκπαιδευτικών καινοτομιών (
αλλαγών στα αναλυτικά προγράμματα ), τα οποία διαμορφώνουν ανάλογο κλίμα
μάθησης. Ο διευθυντής ασκεί αμφίδρομη επικοινωνία, ενημερώνει και πληροφορείται
για ζητήματα της σχολικής ζωής και προσπαθεί να μεταδώσει το όραμα και τη
φιλοσοφία του σε δασκάλους και μαθητές. Γνωστοποιεί τις προσδοκίες του και
προσπαθεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των άλλων. Ακόμη ανακοινώνει σε όλους
τα αποτελέσματα εκπλήρωσης ή μη των
στόχων και μετά από την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας
και των δράσεων της , παρουσιάζει καινούριες προτάσεις σε θέματα διδασκαλίας
και οργάνωσης. Τέλος παρακολουθεί τη συμπεριφορά διδακτική και παιδαγωγική των
διδασκόντων και ενθαρρύνει τη συμμετοχή των γονέων στις δραστηριότητες του
σχολείου. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο διδάσκων επικοινωνεί με τους μαθητές, διαπραγματεύεται κανόνες
συμπεριφοράς, ενημερώνεται για τις ατομικές τους διαφορές και τα συναισθήματα,
ενώ εκατέρωθεν αναπτύσσεται ένα αίσθημα ευθύνης στην ανάληψη δραστηριοτήτων.
Επιπλέον η συνεργασία στο χώρο του σχολείου
συμβάλλει στην ατομική και ομαδική επίδοση και απόδοση δασκάλων και μαθητών,
ενώ προωθεί την ανάπτυξη καλών διαπροσωπικών σχέσεων και ψυχοσυναισθηματικής
σταθερότητας όλων των εμπλεκόμενων στη σχολική ζωή. Ο διευθυντής και οι
υπόλοιποι εκπαιδευτικοί συνεργάζονται
για το σχεδιασμό, την εφαρμογή και την αξιολόγηση του αναλυτικού
προγράμματος, ανταλλάσσουν απόψεις και υποστηρίζουν τις αποφάσεις της συνεργασίας
τους. Οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζονται ως επιστήμονες, ενθαρρύνονται να
αναλάβουν ευθύνες και να αντιμετωπίσουν συλλογικά προβληματικές καταστάσεις. Η
συνεργατική διδασκαλία εντάσσεται στη
διδακτική πράξη κατά την οποία μαθητές και δάσκαλος μοιράζονται γνώσεις και
συναισθήματα, σεβόμενοι τη διαφορετικότητα. Από την άλλη η σύγχρονη διοίκηση των σχολικών μονάδων
δίνει έμφαση στις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται στο περιβάλλον εργασίας.
Ο διδάσκων λοιπόν από τη στιγμή που
ικανοποιείται η ανάγκη του για κοινωνικότητα και ισότιμη μεταχείριση, γίνεται
πιο παραγωγικός
καταβάλλει
περισσότερη προσπάθεια και έτσι επιτυγχάνονται οι στόχοι της σχολικής μονάδας.
Ως εκ τούτου ζητείται η εντονότερη εμπλοκή των δασκάλων στις διαδικασίες λήψης
αποφάσεων και διοίκησης του σχολείου. Ο διευθυντής παραμένει ο ενορχηστρωτής
και προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ της θεσμοθετημένης δηλαδή της
επίσημης και της ανεπίσημης οργάνωσης του σχολείου. Η διαμόρφωση ενός κοινού
οράματος και η δέσμευση όλων για ποιοτική διδασκαλία και μάθηση θα οδηγήσει
στην ανάδειξη της επαγγελματικής υπευθυνότητας όλων των εμπλεκομένων. Με άλλα
λόγια ο διευθυντής ανακαλύπτει και αξιοποιεί τις εμπειρίες όλων των μελών του
εκπαιδευτικού προσωπικού, λειτουργώντας έτσι αποκεντρωτικά στην καταγραφή και
υλοποίηση καινοτομιών. Τέλος ο μαθητής και το οικογενειακό του περιβάλλον
βρίσκονται στο κέντρο της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στη σύγχρονη λοιπόν
παιδοκεντρική εκπαίδευση ο μαθητής έχει μοναδικά χαρακτηριστικά, συμμετέχει στη
μάθηση του, μαθαίνει πώς να μαθαίνει. Ο δάσκαλος αναζητά να μάθει τα
ενδιαφέροντα και τα κίνητρα του μαθητή, αναγνωρίζει τη διαφορετικότητα των μαθητών του και
δημιουργεί το καταλληλότερο κλίμα της τάξης π.χ. φυσικό χώρο, κοινωνικοποίηση,
προωθεί αξίες και κανόνες μαθησιακής εργασίας και οριοθετεί μαζί με τους
μαθητές σημεία της συμπεριφοράς τους.
Εκτός
όμως από τη δημιουργία ενός θερμού
ψυχολογικού κλίματος όπως αναφέρθηκε απαιτείται και ο κατάλληλος χώρος
μάθησης που θα συντελέσει στην
προσαρμογή και στην ανάπτυξη του μαθητή. Τόσο η ακουστική της αίθουσας, όσο και
το μέγεθος της τάξης, η τοποθέτηση των θρανίων στο χώρο, το φως, η αισθητική
και η διακόσμηση της αίθουσας είναι παράγοντες που με τη σειρά τους επηρεάζουν
την αποτελεσματικότητα της μάθησης.
Aπό την
άλλη για μία αποτελεσματική μάθηση επιβάλλεται να αλλάξει ο ρόλος του δασκάλου. Στο
κοινωνικό σύστημα της τάξης οι ρόλοι
δασκάλου και μαθητών προσδιορίζουν τις πράξεις και τις συμπεριφορές που
πρέπει να επιδείξουν αυτοί ανάλογα με τις θέσεις και τα αξιώματα που κατέχουν
στο εν λόγω σύστημα. Κάθε ρόλος αποκτά νόημα και πραγματοποιείται σε σχέση με
τους άλλους ρόλους στο σύστημα. Δεν υπάρχει δάσκαλος και διδασκαλία, αν δεν
υπάρχει μαθητής και μάθηση. Ένα από τα
γνωρίσματα του ρόλου είναι οι προσδοκίες, δηλ. τι αναμένεται να κάνει ο δάσκαλος ή ο μαθητής βάσει του ρόλου που
έχει αναλάβει στην τάξη. Ο εκπαιδευτικός προκειμένου να ανταποκριθεί στις
απαιτήσεις της τάξης, στις προσωπικές ανάγκες των μαθητών και στα προβλήματα
δυσπροσαρμοστίας τους, δε φτάνει απλά να έχει κάποιες γενικές αρετές π.χ.
δικαιοσύνη, δημοκρατικό ύφος, αγάπη, αλλά να γνωρίζει και να ανακαλεί μέσα από
μία πληθώρα τρόπων συμπεριφοράς και ενεργειών
την καταλληλότερη. Η αποτελεσματικότητα της δουλειάς του δεν επαφίεται
στις προσωπικές του αντιλήψεις και στο ταλέντο του, αλλά στη δικαιολόγηση των
ενεργειών του βάσει επιστημονικών θεωριών. Ο ρόλος του πλέον μεταβάλλεται μαζί
με τις κοινωνικοπολιτικές αξίες της κοινωνίας. Ο ίδιος παύει να αποτελεί
μορφωτικό αγαθό και να αμφισβητεί χωρίς να αμφισβητείται. Ο ρόλος του στο
μαθητοκεντρικό σχολείο γίνεται βοηθητικός, ο εκπαιδευτικός βοηθά
τους μαθητές να αποκτήσουν γνώσεις και
δεξιότητες, να μάθουν πώς να μαθαίνουν. Ακόμα ο ρόλος του γίνεται συμβουλευτικός,
καθώς εκφράζει τη δική
του πείρα σε ένα πρόβλημα χωρίς να παρέχει στο μαθητή έτοιμη τη γνώση με
δογματικό τρόπο. Η συμβουλή του προσανατολίζει το μαθητή στην αναζήτηση και
ανακάλυψη της γνώσης, καλλιεργώντας τη δημιουργικότητα των μαθητών. Παράλληλα ο
δάσκαλος γίνεται συνεργατικός. Καταργείται η μετωπική διδασκαλία προς χάριν της ομαδικής εργασίας,
επιδιώκεται ο διάλογος και ο εκπαιδευτικός εκδηλώνει ενθουσιασμό και όχι
πανσοφία για το αντικείμενο μάθησης.
Ακόμη αναλαμβάνει το ρόλο του ερευνητή, καθώς δεν εμμένει απλά στη διαπίστωση της επίτευξης ή μη
των καθορισμένων στόχων του αναλυτικού προγράμματος, αλλά προσπαθεί να
παρατηρήσει και να αναλύσει κριτικά ή να ερμηνεύσει τι γίνεται μέσα στην τάξη
του για τη βαθύτερη κατανόηση της εκπαιδευτικής πραγματικότητας και την
αξιολόγηση της ποιότητας των μαθησιακών εμπειριών. Από την άλλη καθοδηγεί, χωρίς τάση για χρήση εξουσίας ή σχέση εξάρτησης με το
μαθητή. Τον οδηγεί μέσα από την αμοιβαιότητα να μαθαίνει πώς να μαθαίνει,
εξοικονομώντας έτσι χρόνο στην
προσπάθεια ανακάλυψης της γνώσης. Επιπλέον καλείται να είναι δημιουργικός, να
παρωθεί τους
μαθητές να ανακαλύπτουν, να διερευνούν με φαντασία και παραστατικότητα τη
γνώση, ώστε να μη φέρονται ως αντιγραφείς ή απλά ότι αναπαράγουν τη γνώση. Στο
δημιουργικό σχολείο ο μαθητής απολαμβάνει την ελευθερία σκέψης και δράσης, που
στηρίζεται στην αμοιβαιότητα των ενδοσχολικών σχέσεων, διατυπώνει ερωτήσεις που
τον προβληματίζουν και αυτοαξιολογεί την απόδοση του. Επιπρόσθετα οφείλει να είναι αντιαυταρχικός,
ενισχύοντας τη συναίνεση
και την πρωτοτυπία κατά τη μαθησιακή διαδικασία, αλλά και να έχει αντιδιδακτικό
ρόλο, καθώς η γνώση δε μεταδίδεται, αλλά κατακτάται με την αυτενεργό συμμετοχή του μαθητή. Τέλος
ο ρόλος του είναι και κοινωνικός, εφόσον ως μέλος μιας ομάδας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη σχολική
κοινωνικοποίηση, αλλά και πολιτικός, καθώς προωθεί την υπεύθυνη συμμετοχή του καθενός στο
πολιτικό σύστημα και την κουλτούρα του κράτους όπου λειτουργεί.
Όπως
προείπαμε στο σύγχρονο σχολείο ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να μη μεταδίδει αυτός
τη γνώση, αλλά να καθοδηγεί τους μαθητές του στο να μάθουν πώς να μαθαίνουν. Για να υλοποιηθεί
αυτό απαιτείται να διαθέτει τις παρακάτω ικανότητες:
Α) να διευκολύνει τις ομάδες μάθησης
Β) να είναι ευέλικτος και προσαρμόσιμος
Γ) να είναι καινοτόμος, δραστήριος και να
δέχεται αλλαγές
Δ) να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των
μαθητών, των συναδέλφων και της κοινωνίας
Ε) να είναι συνεργάσιμος και συνδημιουργικός
με τους συναδέλφους και τους μαθητές
Στ) να αναζητά , να αξιολογεί και να
συνθέτει πληροφορίες από ποικίλες πηγές
πληροφόρησης
Η) να
επιλύει προβλήματα
Θ) να ελέγχει καταστάσεις και τυχαία γεγονότα
Ι) να προσαρμόζεται σε απρόβλεπτες
καταστάσεις
Ια) να
αναλαμβάνει πρωτοβουλίες
Ιβ) να επιλέγει και να παίρνει αποφάσεις
Ιγ)
να επικοινωνεί, να συνεργάζεται,
να συμμετέχει σε συλλογικές προσπάθειες, να δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης και
ασφάλειας
Ιδ) να
τηρεί τις προδιαγραφές για την αποτελεσματική λειτουργία των ομάδων
π.χ. σύνθεση των ομάδων, χρονοδιάγραμμα,
παροχή οδηγιών με σαφήνεια, δημιουργία φιλικού περιβάλλοντος
Ιε) να
αξιολογεί τη διαδικασία
Θα πρέπει με το ρόλο και τις ικανότητες του να υλοποιήσει τη μετάβαση από τη δασκαλοκεντρική
στη μαθητοκεντρική διδασκαλία, η οποία καθίσταται και πιο αποτελεσματική.
Ο
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΤΥΠΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
|
Ο
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΜΗ ΜΑΘΗΤΟΚΕΝΤΡΙΚΗ
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
|
1….
Διδάσκει αυστηρά καθορισμένα θέματα
|
….προσεγγίζει
στη διδασκαλία του τα διάφορα θέματα διεπιστημονικά
|
2….
Δρα ως μεταδότης της γνώσης
|
…. Βοηθά
τους μαθητές πώς να μαθαίνουν, δρα κυρίως ως σύμβουλος στην επεξεργασία
εμπειριών και βιωμάτων
|
3….
Υποχρεώνει τους μαθητές να κάνουν κυρίως όσα τους ζητά ο ίδιος
|
….
Ενθαρρύνει τους μαθητές να αναλαμβάνουν με δική τους πρωτοβουλία διάφορες
δραστηριότητες
|
4…..
προετοιμάζει μόνος του τη διδασκαλία ή στηρίζεται αποκλειστικά στο αναλυτικό πρόγραμμα ή στο σχολικό εγχειρίδιο
|
….ενθαρρύνει
τους μαθητές να συμμετέχουν στη συζήτηση για την επιλογή της ύλης και των
θεμάτων
|
5….
Καθορίζει και εφαρμόζει τις απαραίτητες αμοιβές και ποινές δηλ. η μάθηση
κατευθύνεται από εξωτερικά κίνητρα
|
….
Διασαφηνίζει πως δε χρειάζονται αμοιβές και ποινές, δηλ. οι μαθητές
ανακαλύπτουν κίνητρα για μάθηση μέσα στις ίδιες δραστηριότητες τους
|
6….
Θεωρεί την αποστήθιση πολλών γνώσεων, την καλή μνήμη και απόδοση πρωταρχικά
χαρακτηριστικά της εκπαιδευτικής διαδικασίας
|
…. Δε
δίνει τόσο μεγάλη σημασία στην αποστήθιση μεγάλου μέρους γνώσεων, στην καλή
μνήμη και στην άριστη απόδοση στα τεστ και στις εργασίες
|
7….
Εφαρμόζει αρκετά συχνά διαγωνίσματα και εξετάσεις
|
….περιορίζεται
σε λίγες μόνο εξετάσεις
|
8….
Ενθαρρύνει το συναγωνισμό μεταξύ των
μαθητών
|
….ενθαρρύνει
τους μαθητές να εργάζονται συλλογικά, σε ομάδες
|
9….
Διδάσκει αποκλειστικά μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας
|
….δε
διδάσκει αποκλειστικά μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας
|
10…θεωρεί
πως οι δημιουργικές ιδέες και η έκφραση δεν παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο
|
….πιστεύει
ότι οι μαθητές έχουν πολυσύνθετες ιδέες και εκτιμά ιδιαίτερα τη δημιουργική
έκφραση
|
Πέρα όμως από
όλα αυτά απαιτείται να χειρίζεται σωστά τις στρατηγικές σωστής ενθάρρυνσης των μαθητών του αναλόγως
των περιστάσεων. Θα πρέπει λοιπόν να εξασφαλίζει πως οι μαθητές δε φεύγουν με
κενά από το μάθημα, αλλά πως έχουν κατανοήσει τις βασικέ δεξιότητες, επίσης να
αφιερώνει χρόνο στο να του λύσει απορίες, διαβεβαιώνοντας τους πως όποτε τον
χρειαστούν θα είναι παρών, να τους στηρίζει
και να φροντίσει, ώστε μεταξύ τους να δημιουργηθεί μία σχέση
εμπιστοσύνης. Στην αποτυχία και αποθάρρυνση τους να τους υπενθυμίζει παλιότερες
επιτυχίες τους, ενδυναμώνοντας τους και επιβραβεύοντας τους ακόμα και σε μικρά
επιτεύγματα.
Οι μαθητές
έχουν ανάγκη την ενθάρρυνση προκειμένου να πιστέψουν και οι ίδιοι στον εαυτό
τους , να καταβάλλουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους κατά τη μαθησιακή
διαδικασία και να μη δηλώσουν τεμπέληδες και παραιτηθούν. Στόχος μας θα πρέπει
να είναι ο μαθητής να αναπτύξει θάρρος, υπευθυνότητα, εργατικότητα. Η
ενθάρρυνση μεταδίδει το θετικό μήνυμα του εκπαιδευτικού ότι εμπιστεύεται το
μαθητή του, ότι τον σέβεται και ότι πιστεύει σε αυτόν και στην αξία του,
βοηθώντας τον να αναπτύξει την ορθή συμπεριφορά και διευκολύνοντας την
κοινωνική του προσαρμογή. Ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να επιλέξει να αξιοποιήσει
τα θετικά στοιχεία της συμπεριφοράς του μαθητή, παραβλέποντας το παρελθόν του,
να δείξει πίστη στη δύναμη και στις ικανότητες του μαθητή, βοηθώντας τον με
αυτόν τον τρόπο να αποκτήσει και εκείνος πίστη στον εαυτό του και καθιστώντας τον ικανό να ξεπεράσει τις όποιες
δυσχέρειες στη μάθηση. Θα πρέπει να αναγνωρίζεται η εργασία και η προσπάθεια του, να
χρησιμοποιείται η ομάδα, να αναγνωρίζεται το
ενεργητικό δυναμικό του παιδιού, να χρησιμοποιείται το ενδιαφέρον του
και να τον παροτρύνουμε να αναπτύξει δεξιότητες π.χ. αθλητική δραστηριότητα, να
του δημιουργήσουμε αίσθημα ασφάλειας, προσφέροντας του άφθονες ευκαιρίες για
επιτυχή δράση, εξαίροντας την προσπάθεια του και δικαιολογώντας τα όποια
σφάλματά του.
Σύμφωνα με τις
ανθρωπιστικές θεωρίες των Maslow και Rogers,
με τις οποίες δίνεται μεγάλη σημασία στην
ανάπτυξη του αυτοσυναισθήματος στις διαπροσωπικές και διανθρώπινες σχέσεις, καθώς
και στο συναισθηματικό τομέα, στη σχέση μεταξύ δασκάλου- μαθητή, στις σχέσεις
μεταξύ των μαθητών, στη δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος που θα βοηθήσει
το μαθητή να εκφραστεί ελεύθερα, αυθόρμητα και άφοβα, οι διδάσκοντες θα πρέπει
να δημιουργούν εκπαιδευτικά περιβάλλοντα
που ευνοούν την αυτοανάπτυξη, την αυτοκατανόηση και οδηγούν στην αυτοπραγμάτωση
και ολοκλήρωση του ατόμου. Θα πρέπει επίσης να επιλέγουν μαθητοκεντρικές
προσεγγίσεις στη διδασκαλία τους και να χρησιμοποιούν διδακτικές τεχνικές που
παρέχουν στο μαθητή τη δυνατότητα να πειραματιστεί και να ανακαλύψει ο ίδιος τη γνώση. Στη διδασκαλία θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά
υπόψη οι ιδιαιτερότητες του ατόμου και προτείνονται εξατομικευμένοι τρόποι
διδασκαλίας και άλλες στρατηγικές που ανταποκρίνονται στις προσωπικές ιδιότητες
του μαθητή.
Με βάση τα
παραπάνω καθίσταται επιτακτικό το αίτημα η διδασκαλία να προσαρμόζεται στις ανάγκες, ικανότητες του εκάστοτε μαθητή
και ο εκπαιδευτικός να έχει την ευελιξία να χρησιμοποιεί κάθε φορά την
καταλληλότερη τεχνική διδασκαλίας, προκειμένου να εξασφαλίσει
τη συμμετοχή όλων των μαθητών και να κάνει το μάθημα πιο ελκυστικό και
ενδιαφέρον. Άλλη τεχνική θα χρησιμοποιεί προκειμένου να συμμετάσχει και να
δραστηριοποιηθεί ένας οπτικός μαθητής: διάγραμμα, χρήση συμβόλων προς
κωδικοποίηση πληροφοριών, προβολή εικόνων, σχεδιάγραμμα μαθήματος, χρόνος για
σημειώσεις, άλλη τεχνική πάλι για έναν ακουστικό τύπο: ομαδική συζήτηση, δυνατή
ανάγνωση, μαγνητοφώνηση μαθήματος,
δυνατότητα υποβολής διευκρινιστικών ερωτήσεων, δυνατή ανάγνωση εργασιών
και άλλη πάλι τεχνική χρησιμοποιείται σε
έναν κιναισθητικό τύπο: πρακτική εξάσκηση, συμμετοχή σε πείραμα, δραματοποίηση.
Θεωρείται δεδομένο πως όσο αφορά
τις μεθόδους μάθησης αυτή που είναι η καταλληλότερη προς χρήση είναι η καθοδηγούμενη ανακάλυψη του Bruner, η οποία εκτοπίζει από τη σχολική τάξη το βερμπαλισμό και τη στείρα
απομνημόνευση και εισάγει μία ερευνητική μάθηση. Όλα τα χαρακτηριστικά της μεθόδου
είναι απολύτως χρήσιμα και απαραίτητα κατά τη διεξαγωγή της μαθησιακής
διεργασίας, αρχίζοντας από τη δομή της γνώσης. Οπωσδήποτε πρέπει να ξεκινάμε
ορίζοντας τις γενικές αρχές/θεωρίες στις οποίες θα υπαχθούν οι επιμέρους
γνώσεις. Πρέπει πρώτα να μαθαίνουμε τις γενικές αρχές και ιδέες που θα
χρησιμοποιηθούν αργότερα σαν βάση για την εκμάθηση άλλων επιμέρους ειδικών
προβλημάτων και αρχών που υπάγονται σε
αυτές τις γενικές αρχές. Με αυτόν τον τρόπο αφομοιώνονται καλύτερα τα σχετικά θέματα, οι λεπτομέρειες, καθώς
εντάσσονται σε ένα πειθαρχημένο σύνολο παραμένουν πιο εύκολα στη μνήμη και μέσω
της τακτικής επανεξέτασης της ύλης οι γνώσεις είναι πάντα επίκαιρες και
σύγχρονες.
Επίσης
δίνεται μεγάλη σημασία στην ετοιμότητα μάθησης, δηλ. το επίπεδο ωριμότητας, η
κατάλληλη διδακτική στιγμή που μπορεί να διδαχθεί μία δεξιότητα και γνώση. Τα
πάντα μπορούν να διδαχθούν αποτελεσματικά σε όλα τα στάδια σπουδής, αρκεί ακόμα
και την πιο περίπλοκη θεωρία να την αναλύσουμε στις πιο απλές της πληροφορίες και να την προσαρμόσουμε στο
γνωστικό και λεκτικό επίπεδο του μαθητή.
Παράλληλα δίνεται έμφαση και στην αναλυτική και διαισθητική σκέψη. Κατά την
αναλυτική σκέψη ο άνθρωπος προχωρά με βαθμιαία βήματα, ενώ κατά τη διαισθητική
έχει ελευθερία κινήσεων, κάνει άλματα και χρησιμοποιεί τη σύντομη οδό .
Επιτρέπει στους μαθητές να σκέφτονται γρήγορα και πολύπλοκα. Τέλος αναφέρονται
και τα κίνητρα μάθησης. Η καλύτερη παρακίνηση ενός μαθητή είναι η καλλιέργεια
του ενδιαφέροντος για την ύλη της διδασκαλίας. Δεν πρέπει να παραλειφθεί πως ως βασική αρχή
πρέπει να έχουμε την «ανακάλυψη του μαθητή». Όλα ξεκινούν από το ενδιαφέρον της
περιέργειας και τη γοητεία της ανακάλυψης. Το παιδί θα πρέπει να γεννά τις
δικές του πληροφορίες, τις οποίες αργότερα θα συγκρίνει με άλλες πηγές, εμπλουτίζοντας
έτσι τις γνώσεις του. Οι γνώσεις λοιπόν θα ανακαλύπτονται δημιουργικά από τους
μαθητές.
Ο
καθηγητής κατά τη διερευνητική μάθηση σχεδιάζει προσεκτικά τις διδακτικές
ενέργειες, εισάγει το αρχικό υλικό που θα χρησιμεύσει ως ελατήριο για έρευνα
και συζήτηση, προκαλεί τους μαθητές και τους κεντρίζει, συνοψίζει τα σημεία που
τονίζουν οι μαθητές και ζητά εξηγήσεις, επιτρέπει τη δημιουργική έκφραση. Από
την άλλη οι μαθητές συμμετέχουν ελεύθερα, αναπτύσσουν το κριτικό τους πνεύμα, «μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν». Επίσης
παρακινούνται και μαθητές με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, παρουσιάζεται μεγαλύτερο
ποσοστό παρώθησης και ενδιαφέροντος, καθώς και αυθορμητισμού, ελευθερίας και
δημιουργικότητας.
Τόσο με
την παραπάνω θεωρία μάθησης κατά την οποία ο μαθητής με τη βοήθεια του
διδάσκοντα σε ρόλο εμψυχωτή,
διευκολυντή, καθοδηγητή ανακαλύπτει τη γνώση μέσω των πειραμάτων, δοκιμών,
επαληθεύσεων, διαψεύσεων, στηριζόμενος στις προγενέστερες εμπειρίες και γνώσεις
του, όσο και με αυτήν του Piaget βλέπουμε τη σημαντικότητα
του εποικοδομισμού. Σύμφωνα με αυτόν
ο μαθητής κατασκευάζει τη γνώση
μόνος του με το δικό του τρόπο, ενεργητικά και δεν αποτελεί απλά έναν παθητικό
υποδοχές πληροφοριών και γνώσεων. Μαθαίνει σε ένα περιβάλλον πλούσιο σε ποικίλα εξωτερικά ερεθίσματα, το οποίο
δίνει τη δυνατότητα στο μαθητή να αλληλεπιδρά μαζί του. Ο εκπαιδευτικός λοιπόν
θα πρέπει να βλέπει τους μαθητές ως μικρούς επιστήμονες, να τους βοηθά να
οικοδομήσουν μόνοι τους τη γνώση και να ανακαλύψουν την πραγματικότητα ,
δρώντας και αλληλεπιδρώντας με τους γύρω του.
Εδώ βρίσκει εφαρμογή και η ΖΕΑ του Vygotsky, κατά
την οποία το παιδί μαθαίνει υπό την καθοδήγηση ενηλίκου ή σε συνεργασία με τους
πιο ικανούς συνομιλήκους. Τονίζεται λοιπόν η σπουδαιότητα της κοινωνικής αλληλεπίδρασης
.
Αυτό
βέβαια δε σημαίνει πως θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνο οι κοινωνικογνωστικές
μέθοδοι μάθησης. Αναλόγως του επιπέδου των μαθητών μας , των ικανοτήτων και των
αναγκών τους πρόσφορο έδαφος κατά τη
μαθησιακή διεργασία μπορεί να βρει και ο συμπεριφορισμός και συγκεκριμένα τόσο
η προγραμματισμένη διδασκαλία του Skinner όσο και ο διδακτικός σχεδιασμός του Gagne, o οποίος
μετατοπίζεται προς τις γνωστικές θεωρίες μάθησης, τονίζοντας παράλληλα και τη
σημαντικότητα της εφαρμογής της στη
σχολική πραγματικότητα.
Προκειμένου
να είναι πιο αποτελεσματική η ενεργός συμμετοχή και εμπλοκή των μαθητών στη
μαθησιακή διεργασία, καθώς και η κινητοποίηση, η δραστηριοποίηση και η πρόκληση
του ενδιαφέροντος τους, ο εκπαιδευτικός θα πρέπει να είναι ικανός να χρησιμοποιεί
πλήθος διδακτικών τεχνικών, αναλόγως του
εκπαιδευτικού στόχου που καλείται να υλοποιήσει, των ειδικότερων στόχων του
μαθήματος που θα τεθούν κάθε φορά, του μαθησιακού αντικειμένου, των μαθησιακών
προτιμήσεων των μαθητών και των μαθησιακών στυλ, των ικανοτήτων του, του μαθησιακού κλίματος της τάξης, του
διαθέσιμου χρόνου και της χρονικής στιγμής της διδασκαλίας.
Όταν λοιπόν θέλουμε να μεταδώσουμε πλήθος
πληροφοριών σε μεγάλο ακροατήριο, να εισαγάγουμε ή να ανακεφαλαιώσουμε είτε το
μάθημα είτε οποιοδήποτε άλλο θέμα, να παρουσιάσουμε νέες πληροφορίες, πριν
χρησιμοποιηθούν άλλα μέσα ή δραστηριότητες π.χ. το παίξιμο μίας βιντεοταινίας,
να διδαχθεί καθορισμένη ύλη προκειμένου οι μαθητές να επιτύχουν κάποιο στόχο
π.χ. εξετάσεις, όταν δίνεται μεγαλύτερη σημασία στην ταχύτητα της μάθησης παρά
στο βάθος ενδείκνυται ακόμα και η εισήγηση.
Βέβαια για να είναι αποτελεσματική θα πρέπει να συνδέεται με τα ενδιαφέροντα,
το γνωστικό επίπεδο, τις εμπειρίες των μαθητών, να περιορίζεται στα αναγκαία
σημεία χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες, να περιορίζεται χρονικά ( το πολύ 15 λεπτά), να
είναι δομημένη δηλ. να έχει εισαγωγή, κυρίως θέμα, επίλογο, να είναι σύντομη
και να εμπλουτίζεται με παραδείγματα, να εφαρμόζεται συνδυαστικά με
συμμετοχικές διδακτικές τεχνικές που προωθούν την ενεργητική συμμετοχή, να
υποστηρίζεται από οπτικοακουστικά μέσα.
Άλλοτε
πάλι θα πρέπει να εφαρμόζεται αναλόγως των περιστάσεων ο εξελικτικός-μαιευτικός διάλογος, ο οποίος προκαλεί την
αυτενέργεια των μαθητών, τους δημιουργεί συναίσθημα προσωπικής δημιουργίας,
απαλλοτριώνεται ο μαθητής από την
κατευθυνόμενη μονολεκτική απάντηση και συμμετέχει ενεργά στη μάθηση.
Εναλλακτικά θα μπορούσε να εφαρμοστεί και
ο ελεύθερος διάλογος, ο οποίος αποτελεί φυσικό
τρόπο μάθησης, καθότι πλησιάζει τις συνδιαλέξεις της καθημερινής ζωής,
συνηθίζει τους μαθητές να εκφράζονται φυσικά, ορθά και αβίαστα, να ασκούνται
στην υπομονή, επιμονή, στον ελεύθερο και
δημοκρατικό τρόπο σκέψης και δράσης. Βοηθά επίσης και το διδάσκοντα να
διαγνώσει τα ενδιαφέροντα, τις γνώσεις και τις αδυναμίες των μαθητών του.
Έμφαση
θα πρέπει να δοθεί και στη διατύπωση ορθών ερωτήσεων
εκ μέρους του διδάσκοντα, των οποίων η χρησιμότητα είναι πολλαπλή.
Α) να
δημιουργήσουν και να διατηρήσουν καλή ατμόσφαιρα μέσα στην τάξη
Β) να
καλλιεργήσουν τις ανώτερες πνευματικές δεξιότητες των μαθητών
Γ) να
εμπεδώσουν το μάθημα
Δ) να
αξιολογήσουν την εργασία του σαν σύνολο και την εργασία των μαθητών του
Βέβαια
οι ερωτήσεις θα πρέπει να διατυπώνονται καθαρά, ορθά και με σαφήνεια, μα είναι
σύμμετρες με το πνευματικό επίπεδο των μαθητών, να μη χρησιμοποιούνται άγνωστοι
όροι ή αφηρημένες έννοιες, να προκαλούν την αυτενέργεια, μα ευνοούν την
ανακάλυψη, το συνειρμό και όχι μία μνημονική άσκηση, να απευθύνονται σε όλη την
τάξη και όχι σε ορισμένους μαθητές, να αφήνεται ένα μικρό χρονικό διάστημα για
σκέψη στο μαθητή μεταξύ ερώτησης και απάντησης, να μην περιέχουν την απάντηση ή
μέρος αυτής, να μην είναι αλλεπάλληλες και συνεχείς.
Θα
πρέπει επίσης να χρησιμοποιείται πληθώρα εποπτικών
μέσων, κάνοντας έτσι τη διδασκαλία πιο
παραστατική και προκαλώντας τη σύμπραξη αισθήσεων και νόησης, όπως είναι ο
πίνακας της τάξης, το έντυπο υλικό,
αντικείμενα προς επίδειξη, μηχάνημα προβολής μέσω Η/Υ , διαδραστικός
πίνακας, διαφανοσκόπιο- οθόνη προβολής, τηλεόραση- βίντεο, κασέτες ήχου-cd, κάμερα.
Παράλληλα
η διδασκαλία θα πρέπει να σε ομοιογενείς ομάδες μαθητών διαφοροποιείται
αναλόγως του γνωστικού επιπέδου των μαθητών. Έτσι έχουμε την εξατομικευμένη διδασκαλία κατά μάθημα. Το πλεονέκτημα αυτής της μεθόδου είναι ότι
οι μαθητές σε ένα κανονικό κοινωνικό πλαίσιο προχωρούν στη μάθηση με το δικό
τους αντιληπτικό τρόπο. Δεν αποξενώνονται από το οργανικό σύνολο της τάξης. Η
αλλαγή στις ομάδες τους δημιουργεί χαρά, ενδιαφέρον και ισχυρούς παρωθητικούς
παράγοντες μάθησης. Έχουμε όμως και την εξατομικευμένη μορφή διδασκαλίας με βάση τη διαφοροποίηση
της παρεχόμενης ύλης. Εδώ διεξάγεται μία κανονική διδασκαλία και η διαφοροποίηση γίνεται στα
πλαίσια αυτής. Ο μαθητής κάθε ιδιαίτερου
πνευματικού επιπέδου δεν ξεκόβεται από τον κύριο κορμό της συλλογικής
διδασκαλίας, αλλά δέχεται ενισχυτικά ερεθίσματα στο πλαίσιο αυτής. Και οι
ευφυείς και οι αδύναμοι μαθητές, δέχονται την προσωπική βοήθεια του δασκάλου, η
οποία είναι ανάλογη με την ιδιαιτερότητα τους.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ο διδάσκων να
χρησιμοποιεί συμμετοχικές διδακτικές τεχνικές. Μία από αυτές είναι η συζήτηση, χάρη στην οποία οι μαθητές συμμετέχουν ενεργά στη
μαθησιακή διαδικασία, κατανοούν τα προβλήματα και τα ερωτήματα που αναδύονται,
αναπτύσσουν ικανότητες προφορικής έκφρασης, σύγκρισης και αξιολόγησης
διαφορετικών απόψεων, διατύπωσης απαντήσεων στα ερωτήματα και στις σκέψεις των
άλλων, επικοινωνίας και εργασίας σε μικρές ομάδες, επίλυσης προβλημάτων,
διασαφήνισης αξιών, ενώ είναι πιθανή και η αλλαγή προσωπικών αξιών.
Πολύ χρήσιμη
είναι και η τεχνική της μελέτης περίπτωσης, καθώς επιτρέπει στους
μαθητές να αποκτούν και να χρησιμοποιούν νέες γνώσεις και να αναπτύσσουν
ικανότητες, να διερευνούν λύσεις σε σύνθετα ζητήματα, αυξάνει τη συμμετοχή και
το ενδιαφέρον τους, αφού είναι διαρκώς σε εγρήγορση και οι ίδιοι με
υπευθυνότητα και πρωτοβουλία αναλύουν, επεξεργάζονται και επιλύουν το
«πρόβλημα». Επίσης έχουν τη δυνατότητα να διεισδύουν σε ένα ζήτημα περισσότερο
μέσα από την πράξη παρά μέσα από την ακρόαση, βοηθά τους μαθητές να διαμορφώνουν
ή να μετασχηματίζουν στάσεις και αξίες.
Αλλά και
η τεχνική του καταιγισμού ιδεών είναι χρήσιμο να εφαρμόζεται κατά
τη μαθησιακή διεργασία, καθώς βοηθά τους μαθητές να εκφράζονται ελεύθερα και
αυθόρμητα, να αναπτύσσουν ελεύθερη έκφραση, κριτική σκέψη, συνεργασία και δημιουργική φαντασία, να απαντούν γρήγορα,
να αξιοποιούν τη δημιουργικότητα και τις εμπειρίες τους, να ξεπερνούν αναστολές
και να διατυπώνουν ιδέες, ακόμη και αν δε γνωρίζουν το θέμα, να είναι ελεύθεροι και ειλικρινείς, να
αξιοποιούν προϋπάρχουσες γνώσεις και εμπειρίες, να αναπτύσσουν ικανότητες
ελεύθερης και δημιουργικής έκφρασης, συνεργασίας, επικοινωνίας και κριτικής
σκέψης ενώ παράλληλα καλλιεργείται και ο σεβασμός στις απόψεις των άλλων.
Έχει
επίσης επισημανθεί και η ωφελιμότητα της τεχνικής που ονομάζεται debate, καθώς
βοηθά στην ανάπτυξη υψηλού βαθμού εμπλοκής των συμμετεχόντων, εκθέτει τους
συμμετέχοντες και τους ακροατές σε πολλές απόψεις, διευκολύνει την κατανόηση,
ενθαρρύνει τη συνεργασία και την ομαδική εργασία, αναπτύσσει ικανότητες προφορικής έκφρασης και
διατύπωσης επιχειρημάτων, επικοινωνίας και κριτικής σκέψης. Επιπρόσθετα βοηθά
στη δημόσια υποστήριξη των απόψεων, στη διαχείριση του διαθέσιμου χρόνου, στη
διασαφήνιση αξιών, ενθαρρύνει τους διστακτικούς μαθητές, ενισχύει την
αυτοπεποίθηση των συμμετεχόντων και τους καθιστά ικανούς να αναζητούν λύσεις σε
προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, προετοιμάζει τους μαθητές να συμμετέχουν
ενεργά στην κοινωνία, βελτιώνει τις επικοινωνιακές δεξιότητες, βοηθά στην
απόκτηση νέων γνώσεων και ενθαρρύνει
τους μαθητές να συμμετέχουν σε συζητήσεις.
Τέλος
και η μελέτη πεδίου
είναι καλή διδακτική πρακτική, καθώς αναπτύσσει την ικανότητα των εκπαιδευτικών
να οργανώνουν δραστηριότητες έξω από την τάξη, προσδίδει ενεργητικό ρυθμό στη
μαθησιακή διεργασία, βοηθά τους μαθητές
να αποκτούν μέσω ερευνητικής διαδικασίας νέες εμπειρίες και γνώσεις, να
γνωρίσουν πολιτιστικές και φυσικές ιδιαιτερότητες της περιοχής τους, να
εργαστούν σε πραγματικό περιβάλλον, να αναπτύξουν ικανότητες συνεργασίας,
παρατηρητικότητας, δημιουργικής φαντασίας, λήψης απόφασης, επίλυσης
προβλημάτων, υπευθυνότητας και κριτικής σκέψης, να αποκτούν ερευνητικά
ενδιαφέροντα και διάθεση.
Αν
υλοποιηθούν τα παραπάνω αναλόγως βέβαια των συνθηκών πιστεύω πως μπορεί να
ευδοκιμήσει μία διδασκαλία. Αυτό δε σημαίνει πως η εφαρμογή των όσων παραθέσαμε είναι πάντα
εφικτή, απλά θα πρέπει να καταβάλλουμε προσπάθεια για το καλύτερο αποτέλεσμα,
εκτιμώντας κάθε φορά τις συνθήκες και το μαθητικό δυναμικό που έχουμε στη
διάθεση μας……
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου